Όπως πρώτοι διατύπωσαν ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης πριν 2.500 χρόνια, απαραίτητο συστατικό κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η λογοδοσία των κυβερνώντων προς τους πολίτες, οι οποίοι δικαιούνται να γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο οι ασκούντες δημόσια εξουσία διαχειρίστηκαν τους δημόσιους πόρους. Στα σύγχρονα κράτη, τον ρόλο του ανεξάρτητου ελεγκτή επί των ασκούντων δημόσια εξουσία καλούνται να επιτελέσουν τα Ανώτατα Ελεγκτικά Ιδρύματα, τα οποία διατηρούν στενούς δεσμούς, σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και οργανικούς δεσμούς, με το Κοινοβούλιο της χώρας. Στην Κύπρο, η Ελεγκτική Υπηρεσία της Δημοκρατίας είναι το ανεξάρτητο όργανο το οποίο, βάσει προνοιών του Συντάγματος, είναι επιφορτισμένο με τον έλεγχο της δημοσιονομικής διαχείρισης, όπως αυτή ασκείται από την εκτελεστική εξουσία. Μέσα από τους ελέγχους και τις εκθέσεις της, η Ελεγκτική Υπηρεσία παρέχει στους πολίτες και στους αντιπροσώπους τους, δηλαδή τη Βουλή των Αντιπροσώπων, την αντικειμενική και αξιόπιστη πληροφόρηση που χρειάζονται για να αξιολογήσουν την απόδοση της εκτελεστικής εξουσίας αναφορικά με τη διαχείριση των δημοσίων πόρων.Με τον τρόπο αυτό, συνεισφέρει στη διαφάνεια, στον δημόσιο απολογισμό και στην πάταξη της διαφθοράς, έννοιες συνυφασμένες με τη χρηστή διοίκηση.Η λειτουργία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας ρυθμίζεται μέσα από το Σύνταγμα, μέσω αρκετών ισχυρών διατάξεων, αλλά και σε αριθμό ειδικών και γενικών Νόμων, οι βασικότεροι των οποίων παρουσιάζονται στην υποσελίδα «Νομικό Πλαίσιο». Ο αυξημένης ισχύος περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμος του 2014 (Ν.20(I)/2014) επικαιροποίησε, διεύρυνε και αποκρυστάλλωσε το πεδίο αρμοδιοτήτων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Σύμφωνα με το άρθρο 81(2) του Νόμου 20(I)/2014, ο Γενικός Ελεγκτής διεξάγει τον εξωτερικό έλεγχο στη βάση διεθνών αναγνωρισμένων προτύπων ελέγχου που ο ίδιος αποφασίζει.
Το πλαίσιο δράσης των Ανώτατων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων
Η δράση των Ανώτατων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων ανά τον κόσμο, στον έλεγχο του δημόσιου τομέα, διέπεται από πρότυπα ελέγχου, τα οποία εκδίδονται από τον Διεθνή Οργανισμό Ανώτατων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων, γνωστό ως INTOSAI, ο οποίος είναι ένας αυτόνομος, ανεξάρτητος, μη-πολιτικοποιημένος Οργανισμός, με ειδικό συμβουλευτικό καθεστώς προς το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο (ECOSOC) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Ο INTOSAI εξέδωσε, το 1977, τη «Διακήρυξη της Λίμα σχετικά με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις αρχές ελέγχου» (Πρότυπο ISSAI 1), η οποία περιλαμβάνει αναφορές στον σκοπό και τα είδη ελέγχου που διενεργούνται από τα Ανώτατα Ελεγκτικά Ιδρύματα, στην ανεξαρτησία των Ιδρυμάτων και τη σχέση τους με τη Βουλή των Αντιπροσώπων, την κυβέρνηση και τη διοίκηση, στις εξουσίες τους και στη μεθοδολογία που ακολουθούν.
Οι βασικές αρχές για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των Ανώτατων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων περιλήφθηκαν στην «Διακήρυξη του Μεξικού» (Πρότυπο ISSAI 10) το 2007 και είναι οι ακόλουθες:
1. Η ύπαρξη ενός κατάλληλου και αποτελεσματικού συνταγματικού/νομικού πλαισίου και η εφαρμογή στην πράξη των προνοιών αυτών.
2. Η ανεξαρτησία των επικεφαλής των Ελεγκτικών Υπηρεσιών, περιλαμβανομένης της ασφάλειας θητείας και της νομικής ασυλίας κατά τη συνήθη άσκηση των καθηκόντων τους.
3. Ένα ικανοποιητικά ευρύ φάσμα αποστολής και πλήρης διακριτική εξουσία κατά την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων του Ανώτατου Ελεγκτικού Ιδρύματος.
4. Χωρίς περιορισμούς πρόσβαση στην πληροφόρηση.
5. Το δικαίωμα και υποχρέωση για ετοιμασία εκθέσεων επί των ευρημάτων.
6. Η ελευθερία να αποφασίζει το ίδιο το Ανώτατο Ελεγκτικό Ίδρυμα το περιεχόμενο και τον χρόνο ετοιμασίας, έκδοσης και δημοσιοποίησης των εκθέσεων ελέγχου.
7. Η ύπαρξη ενός ικανοποιητικού μηχανισμού παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τις συστάσεις του Ανώτατου Ελεγκτικού Ιδρύματος.
8. Οικονομική και διοικητική αυτονομία και η διαθεσιμότητα των κατάλληλων ανθρώπινων, υλικών και οικονομικών πόρων.
Οι πιο πάνω αρχές υιοθετήθηκαν από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών το 2011 με το Ψήφισμα Α/66/209, το οποίο αντικαταστάθηκε το 2014 με το Ψήφισμα 69/228. Στα ψηφίσματα αυτά τονίστηκε o σημαντικός ρόλος των Ανώτατων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων στην προώθηση της αποδοτικότητας, λογοδοσίας, αποτελεσματικότητας και διαφάνειας στη δράση της δημόσιας διοίκησης.
Όλα τα πιο πάνω συνάδουν με τις πρόνοιες του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας (άρθρα 115 έως 117), καθώς και με τον περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στον Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας Νόμο (N. 113(I)/2002).
Μοναδική εκκρεμότητα, η περιορισμένη οικονομική ανεξαρτησία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, αφού ο Προϋπολογισμός της εγκρίνεται πρώτα από το Υπουργείο Οικονομικών και ακολούθως από το Υπουργικό Συμβούλιο. Για το θέμα αυτό είχε περιληφθεί σχετική πρόνοια στο Μνημόνιο Συναντίληψης της Κύπρου με την Τρόικα, σύμφωνα με την οποία η Ελεγκτική Υπηρεσία, όχι μόνο θα πρέπει να στελεχωθεί επαρκώς, ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά στις υποχρεώσεις της, αλλά το κυριότερο θα πρέπει να διασφαλιστεί η οικονομική ανεξαρτησία της. Η ανεξαρτησία αυτή είχε τεθεί προ-ενταξιακά από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση προ του 2004 και από το 2011 συνιστά, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, βασική αρχή διακυβέρνησης των Κρατών, που υιοθετήθηκε σε επίπεδο Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Η Ελεγκτική Υπηρεσία, μετά από πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος, χωρίς να προωθείται κάποια λύση από το αρμόδιο Υπουργείο Οικονομικών, ζήτησε τη συνδρομή της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολουθήσεως Σχεδίων Αναπτύξεως και Ελέγχου Δημόσιων Δαπανών, η οποία εξέτασε το θέμα σε συνεδρία της στις 3 Νοεμβρίου 2016. Έκτοτε το θέμα παραμένει σε εκκρεμότητα.